Η Ηράκλεια, παλαιότερα γνωστή ως Κάτω Τζουμαγιά, υπήρξε εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανοικοδομήθηκε από το 1920 με βενιζελικό πολεοδομικό σχέδιο, ως πρότυπη πόλη της νέας Μακεδονίας. Μετονομάστηκε σε Ηράκλεια το 1927 και δέχθηκε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Η σύγχρονη πόλη διατηρεί τον ιστορικό της ρόλο, αποτελώντας έδρα του Δήμου και κέντρο διοικητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων για ολόκληρη την περιοχή.
Το Βαλτερό, που μέχρι το 1927 λεγόταν Μπαρακλή, ιδρύθηκε από Θρακιώτες πρόσφυγες μετά το 1922. Είναι χωριό με έντονη αγροτική παράδοση, γνωστό για την καλλιέργεια βαμβακιού και δημητριακών. Ξεχωρίζει για το έθιμο της «Μπάμπως», το οποίο αναβιώνει κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου, τιμώντας τη μαμή του χωριού και την αναγέννηση της ζωής. Οι κάτοικοι του Βαλτερού διατήρησαν τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των πατρίδων τους, συνδέοντας το όνομα του χωριού με τη φιλοξενία και τη συλλογικότητα.
Το Δασοχώρι, πρώην Ορμανλή, πήρε το όνομά του από τα πυκνά δάση που περιβάλλουν τον οικισμό. Μετά το 1913 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνικές οικογένειες, ενώ μετά το 1922 έφθασαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι κάτοικοι ανέπτυξαν γεωργία και κτηνοτροφία, ενώ το χωριό διατήρησε την παραδοσιακή του μορφή. Σημαντικό τοπόσημο αποτελεί ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου, χτισμένος από τους πρώτους κατοίκους. Το Δασοχώρι σήμερα είναι μικρή αλλά ζωντανή κοινότητα με έντονο φυσικό περιβάλλον και ιστορική συνέχεια.
Η Καρπερή, παλαιότερα γνωστή ως Ελσιανή, μετονομάστηκε το 1927, όνομα που υποδηλώνει τη γονιμότητα των εδαφών της. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο. Το χωριό αναπτύχθηκε γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και αποτέλεσε αγροτικό πυρήνα της περιοχής. Κατά τον Μεσοπόλεμο, οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με καλλιέργεια σιτηρών και καπνού, ενώ διατήρησαν πλούσιες πολιτιστικές παραδόσεις. Σήμερα, η Καρπερή παραμένει δυναμική κοινότητα με σύγχρονες καλλιέργειες και έντονο κοινοτικό πνεύμα.
Η Κοίμηση, παλαιά Σπάτοβο, πήρε το σημερινό της όνομα από τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν μετά το 1913, ενώ με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 προστέθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ο ναός υπήρξε σημείο αναφοράς για την κοινότητα, με πανηγύρι κάθε 15 Αυγούστου. Το χωριό διατήρησε τον αγροτικό του χαρακτήρα, με κύριες καλλιέργειες το βαμβάκι και τα δημητριακά. Σήμερα, η Κοίμηση συνδυάζει την ιστορική παράδοση με την ήρεμη αγροτική ζωή.
Ο Λιθότοπος, γνωστός παλαιότερα ως Καγιαλί, είναι το χωριό που «βλέπει» τη λίμνη Κερκίνη. Η δημιουργία της τεχνητής λίμνης το 1932 άλλαξε ριζικά τη μορφή του οικισμού, καθώς τμήμα του παλιού χωριού πλημμύρισε. Ο νέος Λιθότοπος αναπτύχθηκε ως σημείο αναφοράς για την αλιεία και τη γεωργία, ενώ σήμερα αποτελεί τουριστικό προορισμό λόγω της φυσικής ομορφιάς και της θέας προς τη λίμνη. Οι κάτοικοι διατηρούν στενή σχέση με το υδάτινο περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα της περιοχής.
Το Λιμνοχώρι, πρώην Μπουρσούκ, βρίσκεται κοντά στις όχθες της λίμνης Κερκίνης και πήρε το όνομά του από τη γειτνίασή του με αυτήν. Μετά το 1919 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνικές οικογένειες, αντικαθιστώντας τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Η δημιουργία της λίμνης επηρέασε τη μορφολογία της περιοχής, αλλά προσέφερε νέες δυνατότητες αλιείας και τουρισμού. Το χωριό διατηρεί τον χαρακτήρα του παραλίμνιου οικισμού, αποτελώντας τμήμα του οικοσυστήματος της Κερκίνης και σημείο ήρεμης αγροτικής ζωής.
Το Ποντισμένο, που μέχρι το 1927 λεγόταν Ερνίκιοϊ, πήρε το σημερινό του όνομα επειδή μέρος του παλιού χωριού βυθίστηκε μετά τη δημιουργία της λίμνης Κερκίνης. Οι κάτοικοι, πολλοί από τους οποίους ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μετεγκαταστάθηκαν σε ψηλότερο σημείο. Το νέο χωριό αναπτύχθηκε ως γεωργικός και αλιευτικός οικισμός. Η ιστορία του είναι στενά δεμένη με τη λίμνη και τη διαχείριση των νερών της, ενώ ο οικισμός αποτελεί σήμερα σύμβολο επιμονής και προσαρμογής.
Ο Σιμώνας είναι μικρός αγροτικός οικισμός που υπάγεται στην Κοινότητα Ποντισμένου. Δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν οικογένειες γεωργών εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τις εργασίες αναδιάρθρωσης της λίμνης Κερκίνης. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και τη ζωική παραγωγή. Παρά το μικρό του μέγεθος, ο Σιμώνας αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της μεταπολεμικής αγροτικής ανάπτυξης στη δυτική πεδιάδα των Σερρών.
Τα Χρυσοχώραφα, που παλαιότερα ονομάζονταν Χαζναδάρ, μετονομάστηκαν το 1927. Η νέα ονομασία υποδηλώνει τη γονιμότητα της γης. Ο οικισμός δημιουργήθηκε από πρόσφυγες μετά το 1923, κυρίως από τη Μικρά Ασία και τη Ρωμυλία. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν σιτάρι, βαμβάκι και τεύτλα, ενώ σταδιακά ανέπτυξαν και μικρές βιοτεχνικές δραστηριότητες. Το χωριό παραμένει κέντρο παραγωγής και διατηρεί ενεργή πολιτιστική ζωή, με εκδηλώσεις που τιμούν την προσφυγική μνήμη.
Το Ψωμοτόπι είναι μικρός οικισμός της Κοινότητας Χρυσοχωράφων, που δημιουργήθηκε από αγρότες μετά το 1913. Το όνομά του προέρχεται από τη φράση «τόπος του ψωμιού», καθώς η γη του φημίζεται για τη σιτοπαραγωγή. Οι κάτοικοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία, ενώ διατηρούν παραδοσιακά στοιχεία του αγροτικού τρόπου ζωής. Το Ψωμοτόπι είναι σήμερα μικρό αλλά παραγωγικό χωριό, δείγμα της ιστορικής συνέχειας της μακεδονικής υπαίθρου.
Η Σκοτούσσα είναι χωριό με αρχαίες ρίζες· κοντά της εντοπίζονται τα ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης των Οδομάντων. Κατά τους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους αναφερόταν ως Πρόσνικ ή Προσανίκι. Η περιοχή υπήρξε θέατρο μαχών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Σήμερα αποτελεί σημαντικό κέντρο αγροτικής παραγωγής και φιλοξενεί κάθε Σεπτέμβριο την ιστορική εμποροπανήγυρη της Σκοτούσσας.
Η Αμμουδιά, πρώην Κουμλή, βρίσκεται κοντά στον ποταμό Στρυμόνα και οφείλει το όνομά της στις αμμουδερές όχθες του ποταμού. Οι πρώτοι κάτοικοι μετά το 1923 ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά πλούσια σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και αγροτουριστικά. Το χωριό διατηρεί ήπιο ρυθμό ζωής και την παράδοση των προσφύγων που το ίδρυσαν.
Το Γεφυρούδι, που μέχρι το 1927 λεγόταν Κιουπρί (δηλαδή “γέφυρα”), δημιουργήθηκε γύρω από ένα πέρασμα του Στρυμόνα. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες, οι οποίοι ανέπτυξαν τη γεωργία και τη βιοτεχνία. Το όνομα «Γεφυρούδι» συμβολίζει τη σύνδεση της περιοχής με τον ποταμό και την επικοινωνία μεταξύ των δύο όχθεων. Σήμερα, αποτελεί ζωντανό αγροτικό οικισμό και διατηρεί παραδοσιακή φυσιογνωμία.
Το Μελενικίτσι ιδρύθηκε από πρόσφυγες που έφυγαν από το Μελένικο της Βουλγαρίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Το χωριό αναπτύχθηκε γύρω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου και αποτελεί ζωντανό μνημείο της προσφυγικής εγκατάστασης. Οι κάτοικοι μετέφεραν μαζί τους τις παραδόσεις και τη μουσική του Μελενίκου. Κατά την Κατοχή υπέστη διώξεις, όμως διατήρησε την ταυτότητά του και σήμερα είναι χωριό με βαθιά ιστορική μνήμη.
Η Νέα Τυρολόη ιδρύθηκε από πρόσφυγες της παλαιάς Τυρολόης (Çorlu) της Ανατολικής Θράκης. Οι κάτοικοι μετέφεραν το όνομα και τις παραδόσεις τους, αναβιώνοντας έθιμα και χτίζοντας νέο ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο. Στο χωριό αναπτύχθηκε η καπνοκαλλιέργεια, που αποτέλεσε για δεκαετίες τη βασική πηγή εισοδήματος. Η Νέα Τυρολόη τιμά κάθε χρόνο την προσφυγική της μνήμη μέσα από πολιτιστικές εκδηλώσεις και συλλογική δράση.
Το Παλαιόκαστρο, παλιό Κούλα, πήρε το όνομά του από τα ερείπια αρχαίου κάστρου στην περιοχή. Ιστορικά υπήρξε στρατηγικό σημείο, ενώ στη διάρκεια των αγώνων της Μακεδονίας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη δοκιμασίες. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μαριούπολη και τον Πόντο. Το χωριό συνδυάζει το ιστορικό του παρελθόν με τη σύγχρονη αγροτική δραστηριότητα και διατηρεί τον χαρακτήρα του παραδοσιακού μακεδονικού οικισμού.
Το Στρυμονικό, παλιό Όρλιακο, πήρε το όνομά του από τον ποταμό Στρυμόνα που ρέει δίπλα του. Η περιοχή υπήρξε πεδίο μαχών του Μακεδονικού Μετώπου (1916–1918). Μετά το 1927, το χωριό μετονομάστηκε και ανέπτυξε γεωργία και κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι διατηρούν ζωντανές τις αναμνήσεις των δύο πολέμων και συμμετέχουν ενεργά σε τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις που αναδεικνύουν την ιστορία του τόπου.
Το Βαρικό, χτισμένο στους πρόποδες των Κρουσσίων, προήλθε από τη μετονομασία του Κάρα-Τζακιοΐ το 1927. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες και ντόπιοι γεωργοί. Το χωριό αναπτύχθηκε μέσα στον εύφορο κάμπο, γνωστό για την καπνοπαραγωγή και τα σιτηρά του. Διατήρησε έντονο κοινοτικό χαρακτήρα και αποτελεί σήμερα ήσυχο οικισμό με ιστορική συνέχεια.
Το Ζευγολατιό, παλιό Δραγός, πήρε το όνομά του από τη γεωργική ζωή και τη χρήση ζευγαριών βοδιών στις καλλιέργειες. Αναγνωρίστηκε επίσημα το 1927 και κατοικήθηκε από πρόσφυγες και ντόπιους. Στα χρόνια του Εμφυλίου η περιοχή δοκιμάστηκε, όμως το χωριό επανήλθε σε ανάπτυξη. Σήμερα, το Ζευγολατιό παραμένει αγροτικό χωριό με γόνιμα εδάφη και πλούσιες παραδόσεις.
Το Καλόκαστρο, που ονομαζόταν Σαρτικλί, πήρε το όνομά του από το βυζαντινό κάστρο που δεσπόζει στην περιοχή. Το 1941, κατά τη ναζιστική κατοχή, δέκα κάτοικοι εκτελέστηκαν στην πλατεία του χωριού ως αντίποινα για αντάρτικη δράση – γεγονός που τιμάται κάθε χρόνο. Το Καλόκαστρο αποτελεί τόπο μνήμης και ιστορικής σημασίας, με μαρτυρίες που αποτυπώνουν τον αγώνα και την αντοχή των κατοίκων.
Το Κεφαλοχώρι, παλαιά Başköy, πήρε το όνομά του από τη θέση του ως κεντρικού χωριού μιας μικρής περιοχής. Αναγνωρίστηκε επίσημα το 1927 και φιλοξένησε οικογένειες από γειτονικά χωριά και λίγους πρόσφυγες. Οι κάτοικοι ασχολούνται με γεωργία και κτηνοτροφία. Το Κεφαλοχώρι διατηρεί τον χαρακτήρα του μακεδονικού χωριού με πλατεία, εκκλησία και ήρεμο ρυθμό ζωής.
Το Λιβαδοχώρι (παλαιότερα Σάκαφτσα) απλώνεται σε εύφορη ζώνη με λιβάδια που τροφοδότησαν επί δεκαετίες την κτηνοτροφία και τις κτηνοτροφικές καλλιέργειες. Μετά το 1913 εντάχθηκε στην Ελλάδα και, με την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν μόνιμα ελληνικές οικογένειες· το 1927 καθιερώθηκε η σημερινή ονομασία. Στον Μεσοπόλεμο αναπτύχθηκαν δημητριακά και καπνός, ενώ μεταπολεμικά η οικονομία στράφηκε σε ζωοτροφές και μικτή γεωργία. Η κοινότητα γνώρισε δημογραφικές διακυμάνσεις λόγω μετανάστευσης στις πόλεις τη δεκαετία του ’60. Σήμερα, το Λιβαδοχώρι διατηρεί ήρεμο αγροτικό ρυθμό, ζωντανά πανηγύρια γύρω από την ενοριακή εκκλησία και ισχυρούς δεσμούς γειτονίας.
Η Τριάδα ιδρύθηκε εξ αρχής από πρόσφυγες μετά το 1923 και μετονομάστηκε προς τιμήν της Αγίας Τριάδας (παλαιότερα Τουρίτσα). Οι οικιστές, προερχόμενοι από Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη, χάραξαν κάθετα και οριζόντια τετράγωνα, έστησαν εκκλησία και σχολείο και οργάνωσαν την καλλιέργεια σιτηρών, καπνού και αμπελιών. Η περιοχή δοκιμάστηκε στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, όμως ο οικισμός ανασυγκροτήθηκε μεταπολεμικά. Η προσφυγική μνήμη παραμένει ζωντανή μέσα από ήθη (κουρμπάνι, προσφυγικά τραγούδια) και συλλογικότητες. Σήμερα, η Τριάδα είναι μικρή αλλά δραστήρια κοινότητα που συνδυάζει γεωργία με νέα επαγγέλματα και φροντίζει τα μνημεία της.
Ο Χείμαρρος, στους πρόποδες των Κρουσσίων, πήρε το όνομά του από τα ορμητικά ρέματα που διασχίζουν την περιοχή (παλαιότερα Κοπροβά). Μετά το 1913 εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος και το 1927 καθιερώθηκε η σημερινή ονομασία. Οι κάτοικοι ντόπιοι και πρόσφυγες καλλιέργησαν δημητριακά, καπνό και αργότερα βαμβάκι, ενώ η κτηνοτροφία αποτέλεσε σταθερό στήριγμα. Στη διάρκεια της Κατοχής καταγράφηκαν αντιστασιακές δράσεις και απώλειες, γεγονότα που τιμώνται σε τοπικές τελετές μνήμης. Σήμερα, ο Χείμαρρος διατηρεί την παραδοσιακή του φυσιογνωμία, με πέτρινες γέφυρες και μονοπάτια, και έναν δεμένο κοινοτικό ιστό γύρω από τον ναό και την πλατεία.